Αν καί γραμμένο δυό χρόνια πρίν, αυτό το κομμάτι δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα Ο ΚΑΣΙΩΤΗΣ.Το αφιερώνω σέ όλους τούς πατριώτες πού βρίσκονται μακριά από την Κάσο.
Σελίδες από ένα ημερολόγιο
Εν πλω, Πρέβελης, Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011
Ενώ οι Κασιώτες θα ξεφαντώνουν στο πιό ωραίο, όπως λένε, πανηγύρι του χρόνου στον Τίμιο Σταυρό, ανεβαίνω την ράμπα του ‘Πρεβελης’ γιά ένα ταξίδι-αστραπή στην Κάσο. Η ζέστη της Αθήνας ξεχνιέται πάνω στο κατάστρωμα όπου ρεμβάζω περιμένοντας την αναχώρηση και απολαμβάνοντας το κοκκινόχρυσο απόβραδο.
Πριν φύγω, ένα-δυό γνωστοί με ρώτησαν, «Αξίζει τον κόπο να πας στην Κάσο μόνο γιά μιά μέρα; Να φτάσεις Πέμπτη πρωί και να φύγεις τα μεσάνυχτα;» Χαμογέλασα αντί γιά απάντηση σε αυτή την λάθος ερώτηση.
Ε Κάσος μου και νάτανε η θάλασσά σου δρόμος,
ήθελα να τον πορπατώ κι ας ήτον κι ένας χρόνος.
Ακριβώς στις οχτώ μολά κάβο το πλοίο, κι αφήνει πίσω του τον Αγιο Διονύσιο, τον Αγιο Νικόλαο, το Τελωνείο του Πειραιά. Tο ταξίδι με πλοίο έχει μιά μαγική ποιότητα που δεν έχουν άλλες μορφές ταξιδιού: ίσως έχει να κάνει με τον σύνδεσμο που έχουμε εμείς οι νησιώτες με την θάλασσα, που είναι εχθρός μαζί και φίλος, μας αποκλείει και μας συνδέει, παίρνει και φέρνει ανθρώπους.
Ισως όμως να είναι μιά βαθύτατη ανθρώπινη καταβολή: το νερό είναι το πρώτο στοιχείο που γνωρίσαμε πριν ακόμα γεννηθούμε, κολυμπώντας στα σπλάχνα της μητέρας πριν ακόμα περπατήσουμε, πριν καν πάρουμε την πρώτη μας αναπνοή. Ετσι μας τραβάει το νερό.
Αυτή την πρώτη νύχτα της χάσης της σελήνης ανατέλλει ένα ολοκόκκινο φεγγάρι, που, όπως λέει η μαντινάδα, έχει το χρώμα της φωτιάς, καρδιάς ερωτευμένης. Χλωμιάζει σιγά σιγά η σελήνη όπως ανεβαίνει στον ουρανό κι αποχωρίζεται τον ορίζοντα που την αποχαιρετά με μιά σειρά πορτοκαλιά φωτάκια που τρεμοπαίζουν, σαν μιά σιωπηλή υπόσχεση πώς θα συναντηθούν πάλι.
Πέμπτη, 15 Σεπτεμβρίου 2011
Αξημέρωτα ανέβηκα στο κατάστρωμα.
Σαν όνειρο μου φαίνεται πως ξημερώνει η μέρα
Και γώ στο πλοίο βρίσκομαι και ταξιδεύω πέρα.
Μέσα στου Αιγαίου το νερό το πλοίο προχωράει
Κάθε στιγμή κοντύτερα στην Κάσο θα με πάει.
Πως πέρασαν πέντε χρονιές κι ακόμα ένας μήνας
Ως να πατήσω το ιερό το χώμα της πατρίδας.
Σιγά σιγά περνάμε την Αστακία και τα Διβούνια, και αχνά φαίνεται επιτέλους η Κάσος. Είναι εννιά το πρωί.
Γιά πρώτη φορά στη ζωή μου πηγαίνω στην Κάσο μέσα Σεπτεμβρίου. Είχα ακούσει τους ντόπιους να μιλάνε για τήν ηρεμία που έχει η Κάσος μόλις φύγει ο κόσμος, αλλά δεν φανταζόμουνα τόση ομορφιά: τα μελτέμια τελείωσαν, ο ουρανός ήταν εκείνο το μοναδικό Ελληνικό γαλάζιο, και προπάντων όλα είχαν μιά μοναδική, απόλυτη ηρεμία που δεν είχα ξανανιώσει.
Οπως περίμενα στην πιάτσα του Φρυδιού, δυό-τρείς συμπατριώτες πέρασαν και με καλωσόρισαν. Οπως λέει ο Πολέμης, Το μόνο καλως όρισες, τη μόνη ευχή που πιάνει, θα την ακούσεις στο φτωχό του τόπου σου λιμάνι.
Πρώτος σταθμός μου ήταν το προσκύνημα στον Αη Γιώργη τις Χαδιές, παρέα με την Ειρήνη, την πρεσβυτέρα του παπά Γιάννη. Εγραψα το όνομά μου στο βιβλίο των επισκεπτών και πρόσθεσα Μετά από πέντε χρόνια και τέσσερις εβδομάδες, πάλι πατώ το άγιο χώμα.
Πήγα στο παλιό σπίτι της μαμάς μου στο Αρβανιτοχώρι, γρήγορη αναφορά σε εκατοντάδες αναμνήσεις από τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, και μετά σε ένα αγαπημένο κομμάτι γης στον Χρουσουλλά, την Χοντρολένα, ένας γερός κρίκος σύνδεσης με τον πατέρα μου, που απομακρύνεται από τον κόσμο μέρα με την μέρα. Κοιτάζω τα Αρμάθια και την Μακρά, και σκέφτομαι πόσες ζωές έζησαν από αυτά τα χώματα, πέρασαν και έφυγαν.
Ενα τέτοιο απόγευμα πριν εικοσιοχτώ χρόνια είχα έρθει επίσκεψη στην άλωνα του συγχωρεμένου του Γιάννη του Κρητικού που κρατούσε τότε την Χοντρολένα. Οπως καθόμασταν στην αυλή, ήρθε επίσκεψη η Ειρήνη του Αντώ με τον Γιάννη της Θοδώρας. Κάθησαν και κείνοι στην αυλή. Το βλέμμα της Ειρήνης προσηλώθηκε στα Αρμάθια, και σαν να μην συμμετείχε στην κουβέντα.
-Τία κοιτάζεις, Ερήνη; την ρώτησε ο θείος της ο Γιάννης.
-Το(κ) κόσμον που θα χάσω, του απάντησε.
(Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας: Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου. Γύρισα από την Κάσο αργά χθες βράδυ. Σήμερα ήρθε το μαντάτο πως η Ειρήνη έχασε τον κόσμο. Μακάρι να αναπαύει ο Θεός όλους όσους έφυγαν σε ένα όμορφο μέρος σαν την Κάσο που έχασαν. Θεέ μου, γιατί δεν ήκανες μιάν Κάσον παραπάνω, Γιά νάχω μιάν ώστα να ζιώ και μιάν όταν ποθάνω;)
Σκέφτομαι πάλι τον Καπετάν Αντώνη, τον πατέρα μου, που ταξίδεψε σε όλες της θάλασσες του κόσμου, και πως τώρα ο κόσμος του είναι το κρεβάτι του. Τα μάτια του αγνάντεψαν απέραντους ορίζοντες, μα τώρα βλέπουν μόνο θαμπό φως και σκιές. Δεν μιλά παρά πολύ λίγο πιά, όμως όταν τον ρώτησα φεύγοντας, Μπαμπά, πάμε Κάσο; χαμογέλασε και είπε, Αμμέ!
Κατά τα μεσάνυχτα, το ταξίδι-αστραπή έρχεται στο τέλος του. Χαιρετώ βιαστικά τον θείο Γιώργο και την θεία Ειρήνη, και μπαρκέρω με φούρια μαζί με τους λίγους συνταξιδιώτες. Μέχρι να ανέβω στο κατάστρωμα, το πλοίο έχει ήδη απομακρυνθεί αρκετά, αφήνοντας πίσω την Κάσο να κοιμάται. Γιατί όταν έρχεται κανείς φαίνεται αιώνας μέχρι να φτάσει, όταν όμως φεύγει δεν προλαβαίνει καλά καλά να πεί το τελευταίο αντίο;
Ετσι είναι όλη η ζωή: σαν ένα ταξίδι, είτε μακρύ είτε κοντό θα φτάσει κάποτε στο τέλος, ίσως χωρίς πολύ χρόνο γιά απολογισμό η αποχαιρετισμούς. Απ΄αυτό το πολύ μικρό ταξίδι στην Κάσο πήρα μια μοναδική ηρεμία και την αίσθηση ότι η καρδιά μου, όπως κι η καρδιά του Καπετάν Αντώνη, είναι γερά αγκυροβολημένη στην Κάσο.
Τα λιγοστά, αδύναμα φώτα του Χρουσουλλά διακρίνονται γιά λίγο ακόμα, μέχρι που και αυτά χάνονται μες στο σκοτάδι, αφήνοντας μόνο τους σκοτεινούς όγκους της Φωκοκαμάρας και της Πλάτης. Θυμάμαι κάτι άλλο από τον Πολέμη.
Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω η να κρατήσω
Δεν περιμένω ανταμοιβή, πολλή ‘ναι τέτοια ελπίδα
Ευδόκησες ν’αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω
Σ’ ευχαριστώ γιά τα βουνά και γιά τους κάμπους που είδα.
Σοφία Α Κουτλάκη
Τεχεράνη, Σεπτέμβριος 2011
No comments:
Post a Comment