Η καθημερινή ζωή μιάς Ελληνίδας στην Τεχεράνη είναι ένα μίγμα από νοσταλγία, σκαμπανεβάσματα και ανθρώπινα στιγμιότυπα: δηλαδή Οπου Γής, Πατρίς. (koutlaki@yahoo.com)
Saturday, 23 February 2013
Θαύμα
Πότε-πότε όταν κουράζομαι νά διδάσκω, αναρρωτιέμαι άν τελικά αξίζει τόν κόπο. Σε κάθε τάξη η τελευταία σειρά είναι γεμάτη από φοιτητές (“τουρίστες” τούς λέγαμε όταν ήμουνα φοιτήτρια στην Αθήνα) πού παίζουν με τα κινητά τους, κουβεντιάζουν μουρμουριστά ή ονειροπολούν, νομίζοντας ότι εγώ δεν υπήρξα ποτέ φοιτήτρια καί ότι είμαι τόσο προχωρημένη σε ηλικία που ούτε τους βλέπω, ούτε τούς ακούω. Κάτι τέτοιες μέρες σκέφτομαι να τα παρατήσω.
Μετά όμως θυμάμαι τις θετικές απόψεις. Πρίν τέσσερις εβδομάδες, μετά το πρώτο μάθημα του καινούργιου εξαμήνου, ένας φοιτητής που διδάσκω εδώ και τρία εξάμηνα ήρθε στο γραφείο μου. Θυμάμαι πως είχε κατάθλιψη όλο τον προηγούμενο χρόνο, πότε παρακολουθούσε τα μαθήματα πότε όχι, έκανε πολύ λίγη γραπτή δουλειά και μού έλεγε πως δεν υπήρχε λόγος να σπουδάζει κανείς, και πώς ολόκληρη η ζωή είναι ένα αδιέξοδο. Προσπάθησα να τον βοηθήσω να δεί τα πράγματα πιό θετικά, όπως προσπάθησαν αρκετοί ψυχολόγοι πρίν από μένα, αλλά μάταια.
Τώρα όμως φαινόταν διαφορετικός. Χαμογελώντας, μού είπε πως διδάσκει Αγγλικά σε φροντιστήριο, προετοιμάζεται γιά διεθνείς εξετάσεις και πως αισθάνεται τόσο θετικά όσο ποτέ άλλοτε στή ζωή του. Παρόλο που δεν είχα παίξει κανένα ρόλο στην μεταμόρφωσή του, το γεγονός ότι ήρθε να μού το πεί μου θύμισε πόσο τυχερή είμαι που είδα ένα από τα πολλά θαύματα που μπορούν να συμβούν καί όντως συμβαίνουν στή ζωή.
Τελικά, ίσως αξίζει τον κόπο να είναι κανείς δάσκαλος.
Sunday, 17 February 2013
Πως τελειώνουν οι ζωές
Η παράξενη εξέλιξη της άνοιας οδηγεί τον πατέρα μου σε αντίστροφο ταξίδι: από εκεί που ήταν ανεξάρτητος ενήλικας, προχώρησε σταδιακά στην δεύτερή του παιδική ηλικία, μιά περίοδο κατά την οποία τον διασκέδαζαν προγράμματα με ζώα, χαιρόταν να βλέπει παιδάκια να παίζουν και γελούσε, χτυπώντας παλαμάκια, με τα παιχνίδια τους.
Ακριβώς πρίν δύο χρόνια, έκανε τα τελευταία του βήματα μπαίνοντας σε μιά κατάκοιτη νηπιακή ηλικία. Τώρα έχει αφήσει πίσω του το στάδιο όπου συλλάβιζε ακατάσχετα σαν μωρό, και μόνο χαμογελά ακούγοντας μιά γνωστή φωνή. Η μητέρα και η αδελφή μου (και εγώ όταν βρίσκομαι στην Αθήνα) παρατηρούν την εξέλιξη χωρίς να μπορούν να κάνου τίποτα.
Πριν μερικές μέρες βγήκα από τον σταθμό του μετρό στό Shahrerey, όπου συνήθως αρκετοί ταξιτζήδες περιμένουν να πάρουν πελάτες. Ενας απ΄αυτούς τράβηξε την προσοχή μου. Κρατούσε ένα ποτήρι τσάι και φαινόταν ατημέλητος. Δεν ήμουνα σίγουρη αν έπρεπε να πάρω αυτό το ταξί, αλλά με ρώτησε, “Πού πας, χατζ χανούμ; Στο Πανεπιστήμιο; ”
Ντράπηκα να τον προσπεράσω και είπα ναί. Μού έδειξε το ταξί πού ήταν παρκαρισμένο λίγο παρακάτω, και προχώρησε μπρός. Ανοιξε το πόρτ μπαγκάζ, τελείωσε το τσάι του και έβαλε το ποτήρι μέσα.
Στο πίσω παρμπρίζ ήταν κολλημένη μιά αναγγελία κηδείας από αυτές που κολλάνε στον τοίχο. Κάθησα στο πίσω κάθισμα παρατηρώντας τον οδηγό. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και είχε γκρίζο, ατημέλητο μούσι, σαν να μην είχε ξυριστεί μέρες. Ξεκινήσαμε.
Μετά από μερικά λεπτά, ο οδηγός, σάν να μιλούσε στον εαυτό του, έσπασε την σιωπή.
“Οσο ζούσε η γυναίκα σου, δεν καταλάβαινες την αξία της. Και τώρα...Σηκωνόταν το πρωί, έφτιαχνε τσάι...τώρα ως και το πρωινό το τρώω μες το ταξί. Και γυρνώ το βράδυ στο σπίτι, και δεν έχω κανένα να μιλήσω. ”
“Θεός συχωρέσει της, ” ψιθύρισα. “Ηταν μεγάλης ηλικίας; ”
“Σαράντα πέντε, αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό μαζί. Ηταν στους βομβαρδισμούς στον πόλεμο του Ιράν με το Ιράκ, και έπεσε βόμβα στο σπίτι μας. Εγώ ήμουνα στο μέτωπο τότε. Εμεινε δύο ώρες κάτω από τα χαλάσματα μαζί με το μωρό μας πού ήταν δύο μηνών. Οταν τους έβγαλαν, το μωρό είχε πεθάνει. Από τότε επηρρεάστηκε η ομιλία της, και σιγά σιγά σταμάτησε να μιλάει. Δεν άντεξε η καρδιά της.”
Ευτυχώς πού ήμασταν κοντά στο πανεπιστήμιο, γιατί μού είναι δύσκολο να μείνω ασυγκίνητη με τέτοιες ιστορίες.
“Μακάρι αυτή να είναι η τελευταία σου θλίψη, ” του είπα, ζητώντας καταφύγιο από την αμηχανία μου στην στερεοτυπική φράση.
Ακριβώς πρίν δύο χρόνια, έκανε τα τελευταία του βήματα μπαίνοντας σε μιά κατάκοιτη νηπιακή ηλικία. Τώρα έχει αφήσει πίσω του το στάδιο όπου συλλάβιζε ακατάσχετα σαν μωρό, και μόνο χαμογελά ακούγοντας μιά γνωστή φωνή. Η μητέρα και η αδελφή μου (και εγώ όταν βρίσκομαι στην Αθήνα) παρατηρούν την εξέλιξη χωρίς να μπορούν να κάνου τίποτα.
Πριν μερικές μέρες βγήκα από τον σταθμό του μετρό στό Shahrerey, όπου συνήθως αρκετοί ταξιτζήδες περιμένουν να πάρουν πελάτες. Ενας απ΄αυτούς τράβηξε την προσοχή μου. Κρατούσε ένα ποτήρι τσάι και φαινόταν ατημέλητος. Δεν ήμουνα σίγουρη αν έπρεπε να πάρω αυτό το ταξί, αλλά με ρώτησε, “Πού πας, χατζ χανούμ; Στο Πανεπιστήμιο; ”
Ντράπηκα να τον προσπεράσω και είπα ναί. Μού έδειξε το ταξί πού ήταν παρκαρισμένο λίγο παρακάτω, και προχώρησε μπρός. Ανοιξε το πόρτ μπαγκάζ, τελείωσε το τσάι του και έβαλε το ποτήρι μέσα.
Στο πίσω παρμπρίζ ήταν κολλημένη μιά αναγγελία κηδείας από αυτές που κολλάνε στον τοίχο. Κάθησα στο πίσω κάθισμα παρατηρώντας τον οδηγό. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και είχε γκρίζο, ατημέλητο μούσι, σαν να μην είχε ξυριστεί μέρες. Ξεκινήσαμε.
Μετά από μερικά λεπτά, ο οδηγός, σάν να μιλούσε στον εαυτό του, έσπασε την σιωπή.
“Οσο ζούσε η γυναίκα σου, δεν καταλάβαινες την αξία της. Και τώρα...Σηκωνόταν το πρωί, έφτιαχνε τσάι...τώρα ως και το πρωινό το τρώω μες το ταξί. Και γυρνώ το βράδυ στο σπίτι, και δεν έχω κανένα να μιλήσω. ”
“Θεός συχωρέσει της, ” ψιθύρισα. “Ηταν μεγάλης ηλικίας; ”
“Σαράντα πέντε, αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό μαζί. Ηταν στους βομβαρδισμούς στον πόλεμο του Ιράν με το Ιράκ, και έπεσε βόμβα στο σπίτι μας. Εγώ ήμουνα στο μέτωπο τότε. Εμεινε δύο ώρες κάτω από τα χαλάσματα μαζί με το μωρό μας πού ήταν δύο μηνών. Οταν τους έβγαλαν, το μωρό είχε πεθάνει. Από τότε επηρρεάστηκε η ομιλία της, και σιγά σιγά σταμάτησε να μιλάει. Δεν άντεξε η καρδιά της.”
Ευτυχώς πού ήμασταν κοντά στο πανεπιστήμιο, γιατί μού είναι δύσκολο να μείνω ασυγκίνητη με τέτοιες ιστορίες.
“Μακάρι αυτή να είναι η τελευταία σου θλίψη, ” του είπα, ζητώντας καταφύγιο από την αμηχανία μου στην στερεοτυπική φράση.
Sunday, 3 February 2013
Πρίν Είκοσι τέσσερα χρόνια
Πρίν είκοσι τέσσερα χρόνια, στις 2 Φεβρουαρίου 1989 ήρθα στο Ιράν γιά πρώτη φορά. Ηταν έξη μήνες μετά το τέλος του πολέμου μεταξύ του Ιραν και του Ιράκ, και τις μέρες του εορτασμού της δεκάτης επετείου από την νίκη της Ισλαμικής Επανάστασης.
Τότε δούλευα στο γραφείο της Ιράν Αίρ στο Heathrow, και ταξίδεψα ως επίσημη καλεσμένη της Ιράν Αίρ μαζί με άλλους μη-Ιρανούς συναδέλφους από άλλους σταθμούς.
Τα πεθερικά μου, που ανυπομονούσαν να με γνωρίσουν, έφτασαν στο ξενοδοχείο Homa μερικά λεπτά μετά την δική μου άφιξη. Πήρα λοιπόν την άδεια του τουρ λίντερ γιά να περάσω την νύχτα στο σπίτι τους. Εβγαλα το μαύρο τσαντόρ που είχα δανειστεί από μιά φίλη στο Λονδίνο από την βαλίτζα, προσπαθώντας να καταλάβω ποιά ήταν η πάνω μεριά του. Η φίλη μού είχε πεί πως στην πόλη που γεννήθηκε ο Χοσέιν, το Shahr-e Rey η Shabdolazim, όλες οι γυναίκες φοράνε τσαντόρ, γιατί είναι τόπος προσκυνήματος. (Εχω γράψει προηγουμένως γιά το Shabdolazim. Να προσθέσω επίσης ότι αυτός ο άγραφος κανόνας τώρα ισχύει μόνο στον περίγυρο του μαυσωλείου και όχι στην υπόλοιπη πόλη.)
Η ιδέα ότι θα φορούσα τσαντόρ ήταν συναρπαστική, σαν παιδί που δοκιμάζει διαφορετικές φορεσιές. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι χρειαζόμουνα άλλο ένα χέρι. Με το ένα κρατούσα την τσάντα με τα χρειαζούμενα της διανυκτέρευσης, με το άλλο την σακούλα με τα δώρα, και το τρίτο το χρειαζόμουνα γιά να κρατά το τσαντόρ στη θέση του.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα φαινόμουνα πολύ αστεία όπως βγήκα από το ασανσέρ και βρέθηκα μπρός στον πεθερό μου και την κουνιάδα μου. Ο Χατζ-Νασέρ ο Σιδηρουργός, όπως μου συστήθηκε, ήταν πιό κοντός και πιό γεμάτος από τον Χοσέιν, αλλά είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο. Η κουνιάδα μου η Μανσουρέ, συνομίληκή μου, είχε ακόμα άβγαλτα φρύδια, σημείο πως ήταν ακόμα ανύπαντρη, και αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του φουντουκιού, ακριβώς όπως του Χοσέιν.
Ηταν το πρώτο μου ταξίδι έξω από την Ευρώπη: μου φάνηκε σαν ένας άλλος μαγικός κόσμος. Ολα μου φαινόντουσαν διαφορετικά, περίεργα συνάμα και οικεία, σαν να επέστρεφα σε ένα μέρος που δεν έιχα δεί ποτέ. Τότε δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό που με έκανε να αισθάνομαι έτσι. Τώρα όμως όποτε με ρωτάνε γιατί αγαπώ το Ιράν, λέω πως μάλλον είναι οι άνθρωποι.
(Αυτό το κείμενο εκτός της τελευταίας παραγράφου, είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο μου Among the Iranians: A Guide to Iran’s Culture and Customs, Intercultu
Τότε δούλευα στο γραφείο της Ιράν Αίρ στο Heathrow, και ταξίδεψα ως επίσημη καλεσμένη της Ιράν Αίρ μαζί με άλλους μη-Ιρανούς συναδέλφους από άλλους σταθμούς.
Τα πεθερικά μου, που ανυπομονούσαν να με γνωρίσουν, έφτασαν στο ξενοδοχείο Homa μερικά λεπτά μετά την δική μου άφιξη. Πήρα λοιπόν την άδεια του τουρ λίντερ γιά να περάσω την νύχτα στο σπίτι τους. Εβγαλα το μαύρο τσαντόρ που είχα δανειστεί από μιά φίλη στο Λονδίνο από την βαλίτζα, προσπαθώντας να καταλάβω ποιά ήταν η πάνω μεριά του. Η φίλη μού είχε πεί πως στην πόλη που γεννήθηκε ο Χοσέιν, το Shahr-e Rey η Shabdolazim, όλες οι γυναίκες φοράνε τσαντόρ, γιατί είναι τόπος προσκυνήματος. (Εχω γράψει προηγουμένως γιά το Shabdolazim. Να προσθέσω επίσης ότι αυτός ο άγραφος κανόνας τώρα ισχύει μόνο στον περίγυρο του μαυσωλείου και όχι στην υπόλοιπη πόλη.)
Η ιδέα ότι θα φορούσα τσαντόρ ήταν συναρπαστική, σαν παιδί που δοκιμάζει διαφορετικές φορεσιές. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι χρειαζόμουνα άλλο ένα χέρι. Με το ένα κρατούσα την τσάντα με τα χρειαζούμενα της διανυκτέρευσης, με το άλλο την σακούλα με τα δώρα, και το τρίτο το χρειαζόμουνα γιά να κρατά το τσαντόρ στη θέση του.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα φαινόμουνα πολύ αστεία όπως βγήκα από το ασανσέρ και βρέθηκα μπρός στον πεθερό μου και την κουνιάδα μου. Ο Χατζ-Νασέρ ο Σιδηρουργός, όπως μου συστήθηκε, ήταν πιό κοντός και πιό γεμάτος από τον Χοσέιν, αλλά είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο. Η κουνιάδα μου η Μανσουρέ, συνομίληκή μου, είχε ακόμα άβγαλτα φρύδια, σημείο πως ήταν ακόμα ανύπαντρη, και αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του φουντουκιού, ακριβώς όπως του Χοσέιν.
Ηταν το πρώτο μου ταξίδι έξω από την Ευρώπη: μου φάνηκε σαν ένας άλλος μαγικός κόσμος. Ολα μου φαινόντουσαν διαφορετικά, περίεργα συνάμα και οικεία, σαν να επέστρεφα σε ένα μέρος που δεν έιχα δεί ποτέ. Τότε δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό που με έκανε να αισθάνομαι έτσι. Τώρα όμως όποτε με ρωτάνε γιατί αγαπώ το Ιράν, λέω πως μάλλον είναι οι άνθρωποι.
(Αυτό το κείμενο εκτός της τελευταίας παραγράφου, είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο μου Among the Iranians: A Guide to Iran’s Culture and Customs, Intercultu
Subscribe to:
Posts (Atom)