Αν καί γραμμένο δυό χρόνια πρίν, αυτό το κομμάτι δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα Ο ΚΑΣΙΩΤΗΣ.Το αφιερώνω σέ όλους τούς πατριώτες πού βρίσκονται μακριά από την Κάσο.
Σελίδες από ένα ημερολόγιο
Εν πλω, Πρέβελης, Τετάρτη 14 Σεπτεμβρίου 2011
Ενώ οι Κασιώτες θα ξεφαντώνουν στο πιό ωραίο, όπως λένε, πανηγύρι του χρόνου στον Τίμιο Σταυρό, ανεβαίνω την ράμπα του ‘Πρεβελης’ γιά ένα ταξίδι-αστραπή στην Κάσο. Η ζέστη της Αθήνας ξεχνιέται πάνω στο κατάστρωμα όπου ρεμβάζω περιμένοντας την αναχώρηση και απολαμβάνοντας το κοκκινόχρυσο απόβραδο.
Πριν φύγω, ένα-δυό γνωστοί με ρώτησαν, «Αξίζει τον κόπο να πας στην Κάσο μόνο γιά μιά μέρα; Να φτάσεις Πέμπτη πρωί και να φύγεις τα μεσάνυχτα;» Χαμογέλασα αντί γιά απάντηση σε αυτή την λάθος ερώτηση.
Ε Κάσος μου και νάτανε η θάλασσά σου δρόμος,
ήθελα να τον πορπατώ κι ας ήτον κι ένας χρόνος.
Ακριβώς στις οχτώ μολά κάβο το πλοίο, κι αφήνει πίσω του τον Αγιο Διονύσιο, τον Αγιο Νικόλαο, το Τελωνείο του Πειραιά. Tο ταξίδι με πλοίο έχει μιά μαγική ποιότητα που δεν έχουν άλλες μορφές ταξιδιού: ίσως έχει να κάνει με τον σύνδεσμο που έχουμε εμείς οι νησιώτες με την θάλασσα, που είναι εχθρός μαζί και φίλος, μας αποκλείει και μας συνδέει, παίρνει και φέρνει ανθρώπους.
Ισως όμως να είναι μιά βαθύτατη ανθρώπινη καταβολή: το νερό είναι το πρώτο στοιχείο που γνωρίσαμε πριν ακόμα γεννηθούμε, κολυμπώντας στα σπλάχνα της μητέρας πριν ακόμα περπατήσουμε, πριν καν πάρουμε την πρώτη μας αναπνοή. Ετσι μας τραβάει το νερό.
Αυτή την πρώτη νύχτα της χάσης της σελήνης ανατέλλει ένα ολοκόκκινο φεγγάρι, που, όπως λέει η μαντινάδα, έχει το χρώμα της φωτιάς, καρδιάς ερωτευμένης. Χλωμιάζει σιγά σιγά η σελήνη όπως ανεβαίνει στον ουρανό κι αποχωρίζεται τον ορίζοντα που την αποχαιρετά με μιά σειρά πορτοκαλιά φωτάκια που τρεμοπαίζουν, σαν μιά σιωπηλή υπόσχεση πώς θα συναντηθούν πάλι.
Πέμπτη, 15 Σεπτεμβρίου 2011
Αξημέρωτα ανέβηκα στο κατάστρωμα.
Σαν όνειρο μου φαίνεται πως ξημερώνει η μέρα
Και γώ στο πλοίο βρίσκομαι και ταξιδεύω πέρα.
Μέσα στου Αιγαίου το νερό το πλοίο προχωράει
Κάθε στιγμή κοντύτερα στην Κάσο θα με πάει.
Πως πέρασαν πέντε χρονιές κι ακόμα ένας μήνας
Ως να πατήσω το ιερό το χώμα της πατρίδας.
Σιγά σιγά περνάμε την Αστακία και τα Διβούνια, και αχνά φαίνεται επιτέλους η Κάσος. Είναι εννιά το πρωί.
Γιά πρώτη φορά στη ζωή μου πηγαίνω στην Κάσο μέσα Σεπτεμβρίου. Είχα ακούσει τους ντόπιους να μιλάνε για τήν ηρεμία που έχει η Κάσος μόλις φύγει ο κόσμος, αλλά δεν φανταζόμουνα τόση ομορφιά: τα μελτέμια τελείωσαν, ο ουρανός ήταν εκείνο το μοναδικό Ελληνικό γαλάζιο, και προπάντων όλα είχαν μιά μοναδική, απόλυτη ηρεμία που δεν είχα ξανανιώσει.
Οπως περίμενα στην πιάτσα του Φρυδιού, δυό-τρείς συμπατριώτες πέρασαν και με καλωσόρισαν. Οπως λέει ο Πολέμης, Το μόνο καλως όρισες, τη μόνη ευχή που πιάνει, θα την ακούσεις στο φτωχό του τόπου σου λιμάνι.
Πρώτος σταθμός μου ήταν το προσκύνημα στον Αη Γιώργη τις Χαδιές, παρέα με την Ειρήνη, την πρεσβυτέρα του παπά Γιάννη. Εγραψα το όνομά μου στο βιβλίο των επισκεπτών και πρόσθεσα Μετά από πέντε χρόνια και τέσσερις εβδομάδες, πάλι πατώ το άγιο χώμα.
Πήγα στο παλιό σπίτι της μαμάς μου στο Αρβανιτοχώρι, γρήγορη αναφορά σε εκατοντάδες αναμνήσεις από τα παιδικά και νεανικά μου χρόνια, και μετά σε ένα αγαπημένο κομμάτι γης στον Χρουσουλλά, την Χοντρολένα, ένας γερός κρίκος σύνδεσης με τον πατέρα μου, που απομακρύνεται από τον κόσμο μέρα με την μέρα. Κοιτάζω τα Αρμάθια και την Μακρά, και σκέφτομαι πόσες ζωές έζησαν από αυτά τα χώματα, πέρασαν και έφυγαν.
Ενα τέτοιο απόγευμα πριν εικοσιοχτώ χρόνια είχα έρθει επίσκεψη στην άλωνα του συγχωρεμένου του Γιάννη του Κρητικού που κρατούσε τότε την Χοντρολένα. Οπως καθόμασταν στην αυλή, ήρθε επίσκεψη η Ειρήνη του Αντώ με τον Γιάννη της Θοδώρας. Κάθησαν και κείνοι στην αυλή. Το βλέμμα της Ειρήνης προσηλώθηκε στα Αρμάθια, και σαν να μην συμμετείχε στην κουβέντα.
-Τία κοιτάζεις, Ερήνη; την ρώτησε ο θείος της ο Γιάννης.
-Το(κ) κόσμον που θα χάσω, του απάντησε.
(Σημείωση στο περιθώριο της σελίδας: Αθήνα 17 Σεπτεμβρίου. Γύρισα από την Κάσο αργά χθες βράδυ. Σήμερα ήρθε το μαντάτο πως η Ειρήνη έχασε τον κόσμο. Μακάρι να αναπαύει ο Θεός όλους όσους έφυγαν σε ένα όμορφο μέρος σαν την Κάσο που έχασαν. Θεέ μου, γιατί δεν ήκανες μιάν Κάσον παραπάνω, Γιά νάχω μιάν ώστα να ζιώ και μιάν όταν ποθάνω;)
Σκέφτομαι πάλι τον Καπετάν Αντώνη, τον πατέρα μου, που ταξίδεψε σε όλες της θάλασσες του κόσμου, και πως τώρα ο κόσμος του είναι το κρεβάτι του. Τα μάτια του αγνάντεψαν απέραντους ορίζοντες, μα τώρα βλέπουν μόνο θαμπό φως και σκιές. Δεν μιλά παρά πολύ λίγο πιά, όμως όταν τον ρώτησα φεύγοντας, Μπαμπά, πάμε Κάσο; χαμογέλασε και είπε, Αμμέ!
Κατά τα μεσάνυχτα, το ταξίδι-αστραπή έρχεται στο τέλος του. Χαιρετώ βιαστικά τον θείο Γιώργο και την θεία Ειρήνη, και μπαρκέρω με φούρια μαζί με τους λίγους συνταξιδιώτες. Μέχρι να ανέβω στο κατάστρωμα, το πλοίο έχει ήδη απομακρυνθεί αρκετά, αφήνοντας πίσω την Κάσο να κοιμάται. Γιατί όταν έρχεται κανείς φαίνεται αιώνας μέχρι να φτάσει, όταν όμως φεύγει δεν προλαβαίνει καλά καλά να πεί το τελευταίο αντίο;
Ετσι είναι όλη η ζωή: σαν ένα ταξίδι, είτε μακρύ είτε κοντό θα φτάσει κάποτε στο τέλος, ίσως χωρίς πολύ χρόνο γιά απολογισμό η αποχαιρετισμούς. Απ΄αυτό το πολύ μικρό ταξίδι στην Κάσο πήρα μια μοναδική ηρεμία και την αίσθηση ότι η καρδιά μου, όπως κι η καρδιά του Καπετάν Αντώνη, είναι γερά αγκυροβολημένη στην Κάσο.
Τα λιγοστά, αδύναμα φώτα του Χρουσουλλά διακρίνονται γιά λίγο ακόμα, μέχρι που και αυτά χάνονται μες στο σκοτάδι, αφήνοντας μόνο τους σκοτεινούς όγκους της Φωκοκαμάρας και της Πλάτης. Θυμάμαι κάτι άλλο από τον Πολέμη.
Τώρα δεν έχω τίποτα να διώξω η να κρατήσω
Δεν περιμένω ανταμοιβή, πολλή ‘ναι τέτοια ελπίδα
Ευδόκησες ν’αφανιστώ χωρίς να ξαναζήσω
Σ’ ευχαριστώ γιά τα βουνά και γιά τους κάμπους που είδα.
Σοφία Α Κουτλάκη
Τεχεράνη, Σεπτέμβριος 2011
Μιά Ελληνίδα στο Ιράν
Η καθημερινή ζωή μιάς Ελληνίδας στην Τεχεράνη είναι ένα μίγμα από νοσταλγία, σκαμπανεβάσματα και ανθρώπινα στιγμιότυπα: δηλαδή Οπου Γής, Πατρίς. (koutlaki@yahoo.com)
Sunday, 29 December 2013
Sunday, 24 March 2013
Πρώτη τού Χρόνου
Πήρα απουσία από τό ιστολόγιο τήν προηγούμενη εβδομάδα, πού ήταν καί η τελευταία τού Περσικού έτους 1391. Ο καινούργιος χρόνος άρχισε τήν Τετάρτη 20 Μαρτίου στίς 14:31 και 47 δευτερόλεπτα ακριβώς, τήν στιγμή πού ο ήλιος μπαίνει στό εαρινό ηλιοστάσιο καί αρχίζει η άνοιξη.
Ως συνήθως, είχα αφήσει όλη τή φασίνα καί γενικά τήν τακτοποίηση ως τήν τελευταία στιγμή (ελπίζοντας πώς οι υπόλοιποι θά κάνουν τίς δουλειές, όπως καί έγινε τελικά), καί έτσι οι τελευταίες μέρες τού χρόνου έγιναν μαραθώνιος από τρίψίμο, πλύσιμο, σιδέρώμα, ξεσκόνισμα καί μύριες άλλες δουλειές πού έπρεπε νά είχαν γίνει πολύ νωρίτερα.
Η Περσική πρωτοχρονιά (Νορούζ) είναι η μεγαλύτερη γιορτή τού χρόνου γιά όλους τούς Ιρανούς, αλλά καί γιά άλλα γειτονικά έθνη. Τήν πρώτη μέρα τού χρόνου τά νεώτερα μέλη τής οικογένειας επισκέπτονται τούς μεγαλύτερους, αρχίζοντας από τούς γονείς, γιαγιάδες καί παπούδες, θείες καί θείους. Κατά τό έθιμο, οι μεγαλύτεροι δίνουν σέ παιδιά καί νεόνυμφους σάν δώρο (eidi) ένα από τά καινούργια κολλαριστά χαρτονομίσματα πού έχουν φυλαγμένα ανάμεσα στίς σελίδες τού Κορανίου. Είναι συνήθως ένα μικρό ποσό με μόνο συμβολική σημασία.
Τις επόμενες δώδεκα μέρες οι Ιρανοί ανταλλάζουν επισκέψεις μέ συγγενείς καί φίλους πού μπορεί νά μήν έχουν ξαναδεί από τήν προηγούμενη πρωτοχρονιά, καί εκεί ακριβώς βρίσκεται η σημασία τού εθίμου. Αν η καθημερινή ζωή δέν μάς επιτρέπει νά βλεπόμαστε πιό συχνά, τουλάχιστον ας ξεκινήσουμε τόν καινούργιο χρόνο χμαζί μέ τήν οικογένεια. Οι επισκέψεις συνεχίζουν μέχρι καί τήν δωδέκατη μέρα, οπότε και οι μεγαλύτεροι επισκέπτονται τά σπίτια τών νεώτερων.
Τά συνηθισμένα κεράσματα σ΄αυτές τίς επισκέψεις είναι το τσάι (πού βρίσκεται παντού), φρέσκα φρούτα, μεγάλη ποκιλία από παραδοσιακά γλυκά σάν τά δικά μας πτί φούρ, σοκολατάκια καί μείγμα ξηρών καρπών (φιστίκια, αμύγδαλα, κασιούς καί άλλα). Χρειάζεται λοιπόν κανείς ή γερό στομάχι, ή μεγάλη αντοχή (Οχι, ευχαριστώ, όχι άλλο!).
(Οι τελευταίες τρείς παράγραφοι είναι μεταφρασμένες καί προσαρμοσμένες από τό βιβλίο μου Among the Iranians: A Guide to Iran’s Culture and Customs, Intercultural Press, Boston, Mass. 2010)
Ως συνήθως, είχα αφήσει όλη τή φασίνα καί γενικά τήν τακτοποίηση ως τήν τελευταία στιγμή (ελπίζοντας πώς οι υπόλοιποι θά κάνουν τίς δουλειές, όπως καί έγινε τελικά), καί έτσι οι τελευταίες μέρες τού χρόνου έγιναν μαραθώνιος από τρίψίμο, πλύσιμο, σιδέρώμα, ξεσκόνισμα καί μύριες άλλες δουλειές πού έπρεπε νά είχαν γίνει πολύ νωρίτερα.
Η Περσική πρωτοχρονιά (Νορούζ) είναι η μεγαλύτερη γιορτή τού χρόνου γιά όλους τούς Ιρανούς, αλλά καί γιά άλλα γειτονικά έθνη. Τήν πρώτη μέρα τού χρόνου τά νεώτερα μέλη τής οικογένειας επισκέπτονται τούς μεγαλύτερους, αρχίζοντας από τούς γονείς, γιαγιάδες καί παπούδες, θείες καί θείους. Κατά τό έθιμο, οι μεγαλύτεροι δίνουν σέ παιδιά καί νεόνυμφους σάν δώρο (eidi) ένα από τά καινούργια κολλαριστά χαρτονομίσματα πού έχουν φυλαγμένα ανάμεσα στίς σελίδες τού Κορανίου. Είναι συνήθως ένα μικρό ποσό με μόνο συμβολική σημασία.
Τις επόμενες δώδεκα μέρες οι Ιρανοί ανταλλάζουν επισκέψεις μέ συγγενείς καί φίλους πού μπορεί νά μήν έχουν ξαναδεί από τήν προηγούμενη πρωτοχρονιά, καί εκεί ακριβώς βρίσκεται η σημασία τού εθίμου. Αν η καθημερινή ζωή δέν μάς επιτρέπει νά βλεπόμαστε πιό συχνά, τουλάχιστον ας ξεκινήσουμε τόν καινούργιο χρόνο χμαζί μέ τήν οικογένεια. Οι επισκέψεις συνεχίζουν μέχρι καί τήν δωδέκατη μέρα, οπότε και οι μεγαλύτεροι επισκέπτονται τά σπίτια τών νεώτερων.
Τά συνηθισμένα κεράσματα σ΄αυτές τίς επισκέψεις είναι το τσάι (πού βρίσκεται παντού), φρέσκα φρούτα, μεγάλη ποκιλία από παραδοσιακά γλυκά σάν τά δικά μας πτί φούρ, σοκολατάκια καί μείγμα ξηρών καρπών (φιστίκια, αμύγδαλα, κασιούς καί άλλα). Χρειάζεται λοιπόν κανείς ή γερό στομάχι, ή μεγάλη αντοχή (Οχι, ευχαριστώ, όχι άλλο!).
(Οι τελευταίες τρείς παράγραφοι είναι μεταφρασμένες καί προσαρμοσμένες από τό βιβλίο μου Among the Iranians: A Guide to Iran’s Culture and Customs, Intercultural Press, Boston, Mass. 2010)
Saturday, 9 March 2013
Προσευχή
Πρίν μερικές μέρες έλαβα ένα μήνυμα από μιά φοιτήτρια πού δίδασκα τό προηγούμενο εξάμηνο στο Πανεπιστήμιο Ulum Hadith. Ανάμεσα στίς τριάντα-μία φοιτήτριες, ήταν μιά απ΄αυτές πού είτε κουβέντιαζαν συνέχεια ή ονειροπολούσαν, καί αυτή ειδικά πότε πότε χαμογελούσε σάν άτακτο παιδί.
Ηταν στήν Mashhad, όπου είναι θαμμένος ο όγδοος Ιμάμης τών Σιιτών, και αγαπητός προορισμός γιά προσκύνημα γιά τούς Πέρσες. Τό μήνυμα έλεγε, “Στέκομαι μπροστά στό μαυσωλείο τού Ιμάμ Ρεζά (ειρήνη είη αυτώ), καί προσεύχομαι γιά σάς. ”
Αλλη μιά συγκινητική χειρονομία απ΄αυτές πού μού θυμίζουν γιατί έγινα δασκάλα. Τό πιό ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η φοιτήτρια ήταν μιά από τίς εννιά πού δέν πέρασαν τό μάθημα.
Ηταν στήν Mashhad, όπου είναι θαμμένος ο όγδοος Ιμάμης τών Σιιτών, και αγαπητός προορισμός γιά προσκύνημα γιά τούς Πέρσες. Τό μήνυμα έλεγε, “Στέκομαι μπροστά στό μαυσωλείο τού Ιμάμ Ρεζά (ειρήνη είη αυτώ), καί προσεύχομαι γιά σάς. ”
Αλλη μιά συγκινητική χειρονομία απ΄αυτές πού μού θυμίζουν γιατί έγινα δασκάλα. Τό πιό ενδιαφέρον είναι ότι αυτή η φοιτήτρια ήταν μιά από τίς εννιά πού δέν πέρασαν τό μάθημα.
Sunday, 3 March 2013
Παιδική Χαρά
Δέν είναι η πρώτη φορά πού γράφω σχετικά με τίς εμπειρίες πού έχω στον δρόμο πρός τό Shahrerey, η όταν είμαι εκεί. Συνήθως κάθομαι στο πίσω κάθισμα τού ταξί καί χαζεύω τα στιγμιότυπα από τήν ζωή στήν πόλη. Τήν προηγούμενη εβδομάδα, μόλις βγήκα από τό ταξί μπροστά στο μαυσωλείο του Hazrat Abd ol-Azim, βγήκε από ένα μίνιμπας μιά ομάδα από εννιάχρονα κοριτσάκια, ντυμένα όλα με ίδια ολόασπρα τσαντόρ στολισμένα με ρόζ λουλούδια. Προφανώς η επίσκεψη στο μαυσωλείο θα ήταν μέρος από τον εορτασμό τής θρησκευτικής τους ενηλικίωσης (jashn-e taklif), κάτι σάν τήν Πρώτη Κοινωνία τών Καθολικών. Τα κοριτσάκια φωνάζανε καί γελούσανε, στριφογυρίζοντας γύρω-γύρω σάν γατάκια, μέχρι που η αυστηρή φωνή τής δασκάλας τους τά έβαλε σε τάξη.
Τήν ίδια μέρα όπως επέστρεφα στόν σταθμό του μετρό, τό ταξί σταμάτησε μπρός σε ένα μανάβικο. Δυό-τρείς πελάτες μέ τήν πλάτη τους πρός εμένα έκαναν τα ψώνια τους, ενώ δύο αγόρια λίγο παραπέρα κρατούσαν δύο ξύλινα ραβδιά και έπαιζαν με ένα σάπιο μήλο σάν να ήταν μπάλα. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν από παιδική χαρά γιά τήν προσπάθεια, γιά το συναρπαστικό παιχνίδι, γιατί άλλαζαν τόν κόσμο γύρω τους μέ ότι έβρισκαν πρόχειρο.
Το χαμόγελό τους με ταξίδεψε πίσω σέ ένα καλοκαίρι στήν Κάσο, όταν ο ξάδελφός μου ο Μανώλης έφτιαξε μικρές καρέκλες και τραπεζάκια από τα μεταλλικά καπάκια τών μπουκαλιών τής Κόκα Κόλας. Τα ίσιωσε μέ μιά μακρόστενη πέτρα καί ακόμα δέν ξερω πώς κατάφερε να κάνει τά κομμάτια να κολλήσουν τό ένα μέ τ΄άλλο. Οταν τελείωσε, έσκασε ένα χαμόγελο, τόσο ζεστό σάν τόν ήλιο όταν ξεπροβάλλει πίσω από τα σύννεφα.
Τήν ίδια μέρα όπως επέστρεφα στόν σταθμό του μετρό, τό ταξί σταμάτησε μπρός σε ένα μανάβικο. Δυό-τρείς πελάτες μέ τήν πλάτη τους πρός εμένα έκαναν τα ψώνια τους, ενώ δύο αγόρια λίγο παραπέρα κρατούσαν δύο ξύλινα ραβδιά και έπαιζαν με ένα σάπιο μήλο σάν να ήταν μπάλα. Τα πρόσωπά τους έλαμπαν από παιδική χαρά γιά τήν προσπάθεια, γιά το συναρπαστικό παιχνίδι, γιατί άλλαζαν τόν κόσμο γύρω τους μέ ότι έβρισκαν πρόχειρο.
Το χαμόγελό τους με ταξίδεψε πίσω σέ ένα καλοκαίρι στήν Κάσο, όταν ο ξάδελφός μου ο Μανώλης έφτιαξε μικρές καρέκλες και τραπεζάκια από τα μεταλλικά καπάκια τών μπουκαλιών τής Κόκα Κόλας. Τα ίσιωσε μέ μιά μακρόστενη πέτρα καί ακόμα δέν ξερω πώς κατάφερε να κάνει τά κομμάτια να κολλήσουν τό ένα μέ τ΄άλλο. Οταν τελείωσε, έσκασε ένα χαμόγελο, τόσο ζεστό σάν τόν ήλιο όταν ξεπροβάλλει πίσω από τα σύννεφα.
Saturday, 23 February 2013
Θαύμα
Πότε-πότε όταν κουράζομαι νά διδάσκω, αναρρωτιέμαι άν τελικά αξίζει τόν κόπο. Σε κάθε τάξη η τελευταία σειρά είναι γεμάτη από φοιτητές (“τουρίστες” τούς λέγαμε όταν ήμουνα φοιτήτρια στην Αθήνα) πού παίζουν με τα κινητά τους, κουβεντιάζουν μουρμουριστά ή ονειροπολούν, νομίζοντας ότι εγώ δεν υπήρξα ποτέ φοιτήτρια καί ότι είμαι τόσο προχωρημένη σε ηλικία που ούτε τους βλέπω, ούτε τούς ακούω. Κάτι τέτοιες μέρες σκέφτομαι να τα παρατήσω.
Μετά όμως θυμάμαι τις θετικές απόψεις. Πρίν τέσσερις εβδομάδες, μετά το πρώτο μάθημα του καινούργιου εξαμήνου, ένας φοιτητής που διδάσκω εδώ και τρία εξάμηνα ήρθε στο γραφείο μου. Θυμάμαι πως είχε κατάθλιψη όλο τον προηγούμενο χρόνο, πότε παρακολουθούσε τα μαθήματα πότε όχι, έκανε πολύ λίγη γραπτή δουλειά και μού έλεγε πως δεν υπήρχε λόγος να σπουδάζει κανείς, και πώς ολόκληρη η ζωή είναι ένα αδιέξοδο. Προσπάθησα να τον βοηθήσω να δεί τα πράγματα πιό θετικά, όπως προσπάθησαν αρκετοί ψυχολόγοι πρίν από μένα, αλλά μάταια.
Τώρα όμως φαινόταν διαφορετικός. Χαμογελώντας, μού είπε πως διδάσκει Αγγλικά σε φροντιστήριο, προετοιμάζεται γιά διεθνείς εξετάσεις και πως αισθάνεται τόσο θετικά όσο ποτέ άλλοτε στή ζωή του. Παρόλο που δεν είχα παίξει κανένα ρόλο στην μεταμόρφωσή του, το γεγονός ότι ήρθε να μού το πεί μου θύμισε πόσο τυχερή είμαι που είδα ένα από τα πολλά θαύματα που μπορούν να συμβούν καί όντως συμβαίνουν στή ζωή.
Τελικά, ίσως αξίζει τον κόπο να είναι κανείς δάσκαλος.
Sunday, 17 February 2013
Πως τελειώνουν οι ζωές
Η παράξενη εξέλιξη της άνοιας οδηγεί τον πατέρα μου σε αντίστροφο ταξίδι: από εκεί που ήταν ανεξάρτητος ενήλικας, προχώρησε σταδιακά στην δεύτερή του παιδική ηλικία, μιά περίοδο κατά την οποία τον διασκέδαζαν προγράμματα με ζώα, χαιρόταν να βλέπει παιδάκια να παίζουν και γελούσε, χτυπώντας παλαμάκια, με τα παιχνίδια τους.
Ακριβώς πρίν δύο χρόνια, έκανε τα τελευταία του βήματα μπαίνοντας σε μιά κατάκοιτη νηπιακή ηλικία. Τώρα έχει αφήσει πίσω του το στάδιο όπου συλλάβιζε ακατάσχετα σαν μωρό, και μόνο χαμογελά ακούγοντας μιά γνωστή φωνή. Η μητέρα και η αδελφή μου (και εγώ όταν βρίσκομαι στην Αθήνα) παρατηρούν την εξέλιξη χωρίς να μπορούν να κάνου τίποτα.
Πριν μερικές μέρες βγήκα από τον σταθμό του μετρό στό Shahrerey, όπου συνήθως αρκετοί ταξιτζήδες περιμένουν να πάρουν πελάτες. Ενας απ΄αυτούς τράβηξε την προσοχή μου. Κρατούσε ένα ποτήρι τσάι και φαινόταν ατημέλητος. Δεν ήμουνα σίγουρη αν έπρεπε να πάρω αυτό το ταξί, αλλά με ρώτησε, “Πού πας, χατζ χανούμ; Στο Πανεπιστήμιο; ”
Ντράπηκα να τον προσπεράσω και είπα ναί. Μού έδειξε το ταξί πού ήταν παρκαρισμένο λίγο παρακάτω, και προχώρησε μπρός. Ανοιξε το πόρτ μπαγκάζ, τελείωσε το τσάι του και έβαλε το ποτήρι μέσα.
Στο πίσω παρμπρίζ ήταν κολλημένη μιά αναγγελία κηδείας από αυτές που κολλάνε στον τοίχο. Κάθησα στο πίσω κάθισμα παρατηρώντας τον οδηγό. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και είχε γκρίζο, ατημέλητο μούσι, σαν να μην είχε ξυριστεί μέρες. Ξεκινήσαμε.
Μετά από μερικά λεπτά, ο οδηγός, σάν να μιλούσε στον εαυτό του, έσπασε την σιωπή.
“Οσο ζούσε η γυναίκα σου, δεν καταλάβαινες την αξία της. Και τώρα...Σηκωνόταν το πρωί, έφτιαχνε τσάι...τώρα ως και το πρωινό το τρώω μες το ταξί. Και γυρνώ το βράδυ στο σπίτι, και δεν έχω κανένα να μιλήσω. ”
“Θεός συχωρέσει της, ” ψιθύρισα. “Ηταν μεγάλης ηλικίας; ”
“Σαράντα πέντε, αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό μαζί. Ηταν στους βομβαρδισμούς στον πόλεμο του Ιράν με το Ιράκ, και έπεσε βόμβα στο σπίτι μας. Εγώ ήμουνα στο μέτωπο τότε. Εμεινε δύο ώρες κάτω από τα χαλάσματα μαζί με το μωρό μας πού ήταν δύο μηνών. Οταν τους έβγαλαν, το μωρό είχε πεθάνει. Από τότε επηρρεάστηκε η ομιλία της, και σιγά σιγά σταμάτησε να μιλάει. Δεν άντεξε η καρδιά της.”
Ευτυχώς πού ήμασταν κοντά στο πανεπιστήμιο, γιατί μού είναι δύσκολο να μείνω ασυγκίνητη με τέτοιες ιστορίες.
“Μακάρι αυτή να είναι η τελευταία σου θλίψη, ” του είπα, ζητώντας καταφύγιο από την αμηχανία μου στην στερεοτυπική φράση.
Ακριβώς πρίν δύο χρόνια, έκανε τα τελευταία του βήματα μπαίνοντας σε μιά κατάκοιτη νηπιακή ηλικία. Τώρα έχει αφήσει πίσω του το στάδιο όπου συλλάβιζε ακατάσχετα σαν μωρό, και μόνο χαμογελά ακούγοντας μιά γνωστή φωνή. Η μητέρα και η αδελφή μου (και εγώ όταν βρίσκομαι στην Αθήνα) παρατηρούν την εξέλιξη χωρίς να μπορούν να κάνου τίποτα.
Πριν μερικές μέρες βγήκα από τον σταθμό του μετρό στό Shahrerey, όπου συνήθως αρκετοί ταξιτζήδες περιμένουν να πάρουν πελάτες. Ενας απ΄αυτούς τράβηξε την προσοχή μου. Κρατούσε ένα ποτήρι τσάι και φαινόταν ατημέλητος. Δεν ήμουνα σίγουρη αν έπρεπε να πάρω αυτό το ταξί, αλλά με ρώτησε, “Πού πας, χατζ χανούμ; Στο Πανεπιστήμιο; ”
Ντράπηκα να τον προσπεράσω και είπα ναί. Μού έδειξε το ταξί πού ήταν παρκαρισμένο λίγο παρακάτω, και προχώρησε μπρός. Ανοιξε το πόρτ μπαγκάζ, τελείωσε το τσάι του και έβαλε το ποτήρι μέσα.
Στο πίσω παρμπρίζ ήταν κολλημένη μιά αναγγελία κηδείας από αυτές που κολλάνε στον τοίχο. Κάθησα στο πίσω κάθισμα παρατηρώντας τον οδηγό. Φορούσε μαύρο πουκάμισο και είχε γκρίζο, ατημέλητο μούσι, σαν να μην είχε ξυριστεί μέρες. Ξεκινήσαμε.
Μετά από μερικά λεπτά, ο οδηγός, σάν να μιλούσε στον εαυτό του, έσπασε την σιωπή.
“Οσο ζούσε η γυναίκα σου, δεν καταλάβαινες την αξία της. Και τώρα...Σηκωνόταν το πρωί, έφτιαχνε τσάι...τώρα ως και το πρωινό το τρώω μες το ταξί. Και γυρνώ το βράδυ στο σπίτι, και δεν έχω κανένα να μιλήσω. ”
“Θεός συχωρέσει της, ” ψιθύρισα. “Ηταν μεγάλης ηλικίας; ”
“Σαράντα πέντε, αλλά έπαθε καρδιακή προσβολή και εγκεφαλικό μαζί. Ηταν στους βομβαρδισμούς στον πόλεμο του Ιράν με το Ιράκ, και έπεσε βόμβα στο σπίτι μας. Εγώ ήμουνα στο μέτωπο τότε. Εμεινε δύο ώρες κάτω από τα χαλάσματα μαζί με το μωρό μας πού ήταν δύο μηνών. Οταν τους έβγαλαν, το μωρό είχε πεθάνει. Από τότε επηρρεάστηκε η ομιλία της, και σιγά σιγά σταμάτησε να μιλάει. Δεν άντεξε η καρδιά της.”
Ευτυχώς πού ήμασταν κοντά στο πανεπιστήμιο, γιατί μού είναι δύσκολο να μείνω ασυγκίνητη με τέτοιες ιστορίες.
“Μακάρι αυτή να είναι η τελευταία σου θλίψη, ” του είπα, ζητώντας καταφύγιο από την αμηχανία μου στην στερεοτυπική φράση.
Sunday, 3 February 2013
Πρίν Είκοσι τέσσερα χρόνια
Πρίν είκοσι τέσσερα χρόνια, στις 2 Φεβρουαρίου 1989 ήρθα στο Ιράν γιά πρώτη φορά. Ηταν έξη μήνες μετά το τέλος του πολέμου μεταξύ του Ιραν και του Ιράκ, και τις μέρες του εορτασμού της δεκάτης επετείου από την νίκη της Ισλαμικής Επανάστασης.
Τότε δούλευα στο γραφείο της Ιράν Αίρ στο Heathrow, και ταξίδεψα ως επίσημη καλεσμένη της Ιράν Αίρ μαζί με άλλους μη-Ιρανούς συναδέλφους από άλλους σταθμούς.
Τα πεθερικά μου, που ανυπομονούσαν να με γνωρίσουν, έφτασαν στο ξενοδοχείο Homa μερικά λεπτά μετά την δική μου άφιξη. Πήρα λοιπόν την άδεια του τουρ λίντερ γιά να περάσω την νύχτα στο σπίτι τους. Εβγαλα το μαύρο τσαντόρ που είχα δανειστεί από μιά φίλη στο Λονδίνο από την βαλίτζα, προσπαθώντας να καταλάβω ποιά ήταν η πάνω μεριά του. Η φίλη μού είχε πεί πως στην πόλη που γεννήθηκε ο Χοσέιν, το Shahr-e Rey η Shabdolazim, όλες οι γυναίκες φοράνε τσαντόρ, γιατί είναι τόπος προσκυνήματος. (Εχω γράψει προηγουμένως γιά το Shabdolazim. Να προσθέσω επίσης ότι αυτός ο άγραφος κανόνας τώρα ισχύει μόνο στον περίγυρο του μαυσωλείου και όχι στην υπόλοιπη πόλη.)
Η ιδέα ότι θα φορούσα τσαντόρ ήταν συναρπαστική, σαν παιδί που δοκιμάζει διαφορετικές φορεσιές. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι χρειαζόμουνα άλλο ένα χέρι. Με το ένα κρατούσα την τσάντα με τα χρειαζούμενα της διανυκτέρευσης, με το άλλο την σακούλα με τα δώρα, και το τρίτο το χρειαζόμουνα γιά να κρατά το τσαντόρ στη θέση του.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα φαινόμουνα πολύ αστεία όπως βγήκα από το ασανσέρ και βρέθηκα μπρός στον πεθερό μου και την κουνιάδα μου. Ο Χατζ-Νασέρ ο Σιδηρουργός, όπως μου συστήθηκε, ήταν πιό κοντός και πιό γεμάτος από τον Χοσέιν, αλλά είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο. Η κουνιάδα μου η Μανσουρέ, συνομίληκή μου, είχε ακόμα άβγαλτα φρύδια, σημείο πως ήταν ακόμα ανύπαντρη, και αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του φουντουκιού, ακριβώς όπως του Χοσέιν.
Ηταν το πρώτο μου ταξίδι έξω από την Ευρώπη: μου φάνηκε σαν ένας άλλος μαγικός κόσμος. Ολα μου φαινόντουσαν διαφορετικά, περίεργα συνάμα και οικεία, σαν να επέστρεφα σε ένα μέρος που δεν έιχα δεί ποτέ. Τότε δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό που με έκανε να αισθάνομαι έτσι. Τώρα όμως όποτε με ρωτάνε γιατί αγαπώ το Ιράν, λέω πως μάλλον είναι οι άνθρωποι.
(Αυτό το κείμενο εκτός της τελευταίας παραγράφου, είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο μου Among the Iranians: A Guide to Iran’s Culture and Customs, Intercultu
Τότε δούλευα στο γραφείο της Ιράν Αίρ στο Heathrow, και ταξίδεψα ως επίσημη καλεσμένη της Ιράν Αίρ μαζί με άλλους μη-Ιρανούς συναδέλφους από άλλους σταθμούς.
Τα πεθερικά μου, που ανυπομονούσαν να με γνωρίσουν, έφτασαν στο ξενοδοχείο Homa μερικά λεπτά μετά την δική μου άφιξη. Πήρα λοιπόν την άδεια του τουρ λίντερ γιά να περάσω την νύχτα στο σπίτι τους. Εβγαλα το μαύρο τσαντόρ που είχα δανειστεί από μιά φίλη στο Λονδίνο από την βαλίτζα, προσπαθώντας να καταλάβω ποιά ήταν η πάνω μεριά του. Η φίλη μού είχε πεί πως στην πόλη που γεννήθηκε ο Χοσέιν, το Shahr-e Rey η Shabdolazim, όλες οι γυναίκες φοράνε τσαντόρ, γιατί είναι τόπος προσκυνήματος. (Εχω γράψει προηγουμένως γιά το Shabdolazim. Να προσθέσω επίσης ότι αυτός ο άγραφος κανόνας τώρα ισχύει μόνο στον περίγυρο του μαυσωλείου και όχι στην υπόλοιπη πόλη.)
Η ιδέα ότι θα φορούσα τσαντόρ ήταν συναρπαστική, σαν παιδί που δοκιμάζει διαφορετικές φορεσιές. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι χρειαζόμουνα άλλο ένα χέρι. Με το ένα κρατούσα την τσάντα με τα χρειαζούμενα της διανυκτέρευσης, με το άλλο την σακούλα με τα δώρα, και το τρίτο το χρειαζόμουνα γιά να κρατά το τσαντόρ στη θέση του.
Τώρα που το σκέφτομαι, θα φαινόμουνα πολύ αστεία όπως βγήκα από το ασανσέρ και βρέθηκα μπρός στον πεθερό μου και την κουνιάδα μου. Ο Χατζ-Νασέρ ο Σιδηρουργός, όπως μου συστήθηκε, ήταν πιό κοντός και πιό γεμάτος από τον Χοσέιν, αλλά είχε το ίδιο γλυκό χαμόγελο. Η κουνιάδα μου η Μανσουρέ, συνομίληκή μου, είχε ακόμα άβγαλτα φρύδια, σημείο πως ήταν ακόμα ανύπαντρη, και αμυγδαλωτά μάτια στο χρώμα του φουντουκιού, ακριβώς όπως του Χοσέιν.
Ηταν το πρώτο μου ταξίδι έξω από την Ευρώπη: μου φάνηκε σαν ένας άλλος μαγικός κόσμος. Ολα μου φαινόντουσαν διαφορετικά, περίεργα συνάμα και οικεία, σαν να επέστρεφα σε ένα μέρος που δεν έιχα δεί ποτέ. Τότε δεν καταλάβαινα τι ήταν αυτό που με έκανε να αισθάνομαι έτσι. Τώρα όμως όποτε με ρωτάνε γιατί αγαπώ το Ιράν, λέω πως μάλλον είναι οι άνθρωποι.
(Αυτό το κείμενο εκτός της τελευταίας παραγράφου, είναι προσαρμοσμένο από το βιβλίο μου Among the Iranians: A Guide to Iran’s Culture and Customs, Intercultu
Subscribe to:
Posts (Atom)